Ο νόμος προβλέπει έγγραφο τύπο για τη σύνταξη της διαθήκης, είναι συστατικός, ενώ η μη τήρησή του καθώς και οι παραβάσεις σχετικά μ’ αυτόν έχουν ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της διαθήκης.Η διαθήκη είναι δικαιοπραξία τυπική.
Σκοπός της, η τελευταία βούληση του διαθέτη, η διασφάλιση καλύτερων προϋποθέσεων για ωριμότητα σκέψεως του διαθέτη.
Τα είδη των διαθηκών είναι ισότιμα και οι διαθήκες διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο σε δύο βασικές κατηγορίες: τις κοινές (ιδιόγραφες, δημόσιες και μυστικές) στις οποίες αναφέρεται το κοινό δίκαιο των διαθηκών και έκτακτες («σε πλοίο», «σε εκστρατεία» και σε αποκλεισμό») που δικαιολογούνται από έκτακτες περιστάσεις.
Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι αδάπανη και μπορεί να γίνει οπουδήποτε και οποτεδήποτε αλλά μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τη γνησιότητά της, να χαθεί ή αλλοιωθεί, να παρουσιάσει προβλήματα κύρους, επιπλέον με την ιδιόγραφη διαθήκη δεν διασφαλίζεται το ανεπηρέαστο της βουλήσεως του διαθέτη.
Η δημόσια διαθήκη έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, προσφέρει τη δυνατότητα καλύτερης διατυπώσεως των επιθυμιών του διαθέτη και περιορίζει τους κινδύνους απώλειας, καταστροφής κλπ, διότι η δημόσια διαθήκης παραμένει στο συμβολαιογράφο.
Η μυστική διαθήκη, αν και δεν χρησιμοποιείται συνήθως, συνδυάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ιδιόγραφης και της δημόσιας διαθήκης.
Στοιχεία απαραίτητα για το (τυπικό) κύρος της ιδιόγραφης διαθήκηςείναι η «ιδιόχειρη» γραφή, η χρονολογία και η υπογραφή και δεν απαιτούνται νέες διατυπώσεις. Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι ιδιωτικό έγγραφο, κατά συνέπεια τη συνδρομή των στοιχείων αυτών αποδεικνύει αυτός που επικαλείται τη διαθήκη. Η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει ολόκληρη γραμμένη από το χέρι του διαθέτη (και μπορεί να κατατεθεί σε συμβολαιογράφο, αυτοπροσώπως από το διαθέτη ή με αντιπρόσωπο). Η χρονολόγηση της διαθήκης είναι πολύ σημαντική διότι από το χρόνο καταρτίσεως της διαθήκης κρίνεται αν ο διαθέτης ήταν ικανός ή ανίκανος να συντάξει διαθήκη. Σε περίπτωση δε που υπάρχουν αντιφατικές διατάξεις στη διαθήκη, επικρατεί η διάταξη με τη νεότερη χρονολογία. Αν λείπει η χρονολογία (ή είναι ατελής) και δεν μπορεί να συμπληρωθεί, η διαθήκη είναι άκυρη.
Δημόσια διαθήκη έχουμε όταν ο διαθέτης δηλώνει την τελευταία του βούληση «ενώπιον του (κατά τόπο αρμόδιου) συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας (ΑΚ 1724) και ο συμβολαιογράφος συντάσσει το σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1725 – 1737 ΑΚ. Για να υπάρξει ακυρότητα της διαθήκης θα πρέπει να αποδειχθεί πλαστοπροσωπία ως προς το διαθέτη. Η διαδικασία συντάξεως της δημόσιας διαθήκης περιλαμβάνει όρκιση των μαρτύρων, δήλωση της θελήσεως του διαθέτη (στην ελληνική γλώσσα), σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης (από κατά τόπον αρμόδιο συμβολαιογράφο), ανάγνωση της πράξεως και υπογραφή της πράξεως.
Μυστική διαθήκη έχουμε, όταν ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο έγγραφο με τη δήλωση ότι το εγχειριζόμενο έγγραφο περιέχει την τελευταία του βούληση και ο συμβολαιογράφος συντάσσει συμβολαιογραφική πράξη που βεβαιώνει την εγχείρηση του εγγράφου. Για τη μυστική διαθήκη χρειάζονται δύο έγγραφα, και συγκεκριμένα το έγγραφο που εγχειρίζεται στο συμβολαιογράφο («εγχειριζόμενο έγγραφο») και το έγγραφο που συντάσσει ο συμβολαιογράφος («συμβολαιογραφική πράξη καταθέσεως ή εγχειρίσεως»). Η μυστική διαθήκη πρέπει να διακρίνεται από την ιδιόγραφη που κατατίθεται σε συμβολαιογράφο, διότι η μυστική διαθήκη φυλάσσεται κατά τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση εγγράφων. Για τη σύνταξη της μυστικής διαθήκης χρειάζονται, εκτός από το διαθέτη, ο συμβολαιογράφος, οι μάρτυρες και (στην περίπτωση που ο διαθέτης αγνοεί την ελληνική γλώσσα) ο διερμηνέας.